- κενοδόξως
- κενόδοξοςvain-gloriousadverbialκενόδοξοςvain-gloriousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
ՍՆԱՓԱՌԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date մ. κενοδόξως inani gloria ductus. իբրեւ սնափառ. սնափառութեամբ. *Ոչ պատրաստէ սնափառաբար, եւ ոչ խնդրէ փառս ունել ʼի մարդկանէ. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)